βολοκόπος

βολοκόπος
Γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται μετά το όργωμα, για να θρυμματιστούν οι βόλοι, να ισοπεδωθεί το έδαφος και να ξεριζωθούν τα ζιζάνια, σε βάθος 7 μέχρι 10 εκ. Ύστερα από πολυήμερες βροχές, χρησιμοποιείται για τον θρυμματισμό του σκληρού επιστρώματος, που σχηματίζεται στην επιφάνεια, ειδικά στα αργιλώδη εδάφη. Ο β., που λέγεται και σβάρνα, χρησιμοποιείται επίσης την άνοιξη, για το ελαφρύ παράχωμα της βάσης του στελέχους του φυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βολοκόπος — ο 1. εργάτης που σπάζει τους βόλους χωραφιού. 2. σβάρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”